- οδομετρία
- ηυπολογισμός και καταμέτρηση με τη χρήση οδομέτρου τών αποστάσεων που διανύονται από πεζό.[ΕΤΥΜΟΛ. < οδός + -μετρία*].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
-μετρία — (Α μετρία) β συνθετικό πλήθους επιστημονικών ιδίως όρων που προήλθαν στην Αρχαία από ουσιαστικά σε μέτρης ή μετρος (βλ. λ. μέτρο). Οι νεώτεροι όροι είναι συνήθως αντιδάνειοι και στα δύο συνθετικά (ακτινο μετρία, πρβλ. γαλλ. actino metrie γωνιο… … Dictionary of Greek
οδομετρικός — ή, ό [οδόμετρο] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην οδομετρία ή αυτός που είναι σχετικός με τη χρήση τού οδομέτρου … Dictionary of Greek
οδός — Ο όρος υποδηλώνει συνοπτικά μία ζώνη εδάφους η οποία έχει προετοιμαστεί κατάλληλα για να διευκολύνει τη μεταφορά πεζών και οχημάτων και για να εξυπηρετεί τις μεταφορές και τη συγκοινωνία μεταξύ των διάφορων σημείων μιας περιοχής ή ενός οικισμού.… … Dictionary of Greek